- δικτατωρείᾳ
- δικτᾱτωρείᾱͅ , δικτατωρείαdictatorfem dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικτατωρεία — δικτᾱτωρείᾱ , δικτατωρεία dictator fem nom/voc/acc dual (ionic) δικτᾱτωρείᾱ , δικτατωρεία dictator fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτατωρείας — δικτᾱτωρείᾱς , δικτατωρεία dictator fem acc pl (ionic) δικτᾱτωρείᾱς , δικτατωρεία dictator fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
δικτατωρείαν — δικτᾱτωρείᾱν , δικτατωρεία dictator fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)